- αποτίω
- βλ. αποτίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποτίω — αποτίω, απέτισα βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: αποτίω, αποτίομαι : ο αρχαίος τύπος ήταν αποτίνω (σπάνια αποτίω), στη νεοελληνική όμως επικράτησε το αποτίω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποτίω — ἀπό τίω pres subj act 1st sg (attic epic) ἀπό τίω pres ind act 1st sg (attic epic) ἀποτί̱ω , ἀπό τίω pres subj act 1st sg (epic ionic) ἀποτί̱ω , ἀπό τίω pres ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτίομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: αποτίω, αποτίομαι : ο αρχαίος τύπος ήταν αποτίνω (σπάνια αποτίω), στη νεοελληνική όμως επικράτησε το αποτίω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπότιστος — ἀναπότιστος, ον και ἀναπότιτος (Μ) [ἀποτίω] αυτός που δεν πληρώνεται … Dictionary of Greek
αποτείνω — αποτείνω, απέτεινα βλ. πίν. 172 Σημειώσεις: αποτείνω : χρησιμοποιείται κυρίως στην έκφραση αποτείνω το λόγο (→ απευθύνω το λόγο). Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αποτίω (→ αποδίδω, π.χ. φόρο τιμής) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ՊԱՀԱՆՋԵՄ — (եցի.) NBH 2 0587 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ն. (որպէս թէ զ՝ի պահեստ եդեալն կամ զաւանդն եւ զփոխն յետս նահանջել.) ἁπαιτέω repeto, requiro, exigo ἑξετάζω exquiro τίω, ἁποτίω vindico, ulciscor λαμβάνω capio Բռնադատել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՏՈՒԺԵՄ — (եցի.) NBH 2 0890 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 13c ն. ζημιόω, ομαι mulcto, punio, or ἁποτίω, ἑκτίω , ἁποτινύω, δίδωμι solvo, exsolvo, repenso, rependo, do. Տուգանել. տոյժս՝ վրէժս պահանջել. վնասել. պատժել. զրկել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αποτίνω — και αποτίω ισα, πληρώνω οφειλή, εκπληρώνω χρέος: Με την τελετή εκείνη ήθελαν να αποτίσουν φόρο τιμής σ εκείνους που θυσιάστηκαν για την ελευθερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)